θεατρολογία

θεατρολογία
η театроведение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θεατρολογία" в других словарях:

  • θεατρολογία — η η μελέτη τού θεάτρου, η ιστορική, γραμματολογική ή αισθητική έρευνα που αναφέρεται στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • Walter Puchner — (in neugriechischer Transkription: Βάλτερ Πούχνερ, * 1947 in Wien) ist ein österreichischer Theaterwissenschaftler und ordentlicher Professor für Theaterwissenschaft an der Universität Athen. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Forschungsschwerpunkte 3 …   Deutsch Wikipedia

  • θεατρολογικός — ή, ό [θεατρολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεατρολογία ή στον θεατρολόγο …   Dictionary of Greek

  • θεατρολόγος — ο, η ο ειδικά ασχολούμενος με τη θεατρολογία, με τη μελέτη και την έρευνα τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσο λόγος, φιλό λογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Αθανάσιο Σ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελάτος, Σπύρος — (Αθήνα 1940 –).Φιλόλογος και σκηνοθέτης θεάτρου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και θεατρολογία στα πανεπιστήμια της Βιέννης και του Λονδίνου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το Επτανησιακό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»